- συμμελαίνομαι
- Α1. γίνομαι κατάμαυρος2. γίνομαι μαύρος ταυτόχρονα με άλλον ή με άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + μελαίνομαι «βάφομαι με μαύρο χρώμα» (< μέλας «μαύρος»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμμελανούμαι — όομαι, Α συμμελαίνομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μελανοῦμαι «μαυρίζω, σκοτεινιάζω» (< μέλας «μαύρος»)] … Dictionary of Greek